αγαθάρχης

αγαθάρχης
ἀγαθάρχης, ο (Μ)
ο Θεός ως πηγή τού αγαθού (μια από τις προσηγορίες τού Θεού από τον Θεόδωρο Λάσκαρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸν + -άρχης < ἄρχω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αγαθαρχία, αγαθαρχικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγαθαρχία — ἀγαθαρχία, η (Μ) [ἀγαθάρχης] η αρχή, η πηγή τού αγαθού (αναφέρεται στον Θεό) …   Dictionary of Greek

  • αγαθαρχικός — ἀγαθαρχικός, ή, όν (Μ) [ἀγαθάρχης] αυτός που είναι η αρχή, η πηγή τού αγαθού, που ανήκει ή αναφέρεται στον Θεό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”